Η ψυχογενής ανορεξία είναι μια διαταραχή πρόσληψης τροφής που χαρακτηρίζεται από άρνηση του ατόμου να διατηρήσει το σωματικό του βάρος στο ελάχιστο φυσιολογικό για την ηλικία του και το ύψος του, από έντονο φόβο μήπως πάρει βάρος ή παχύνει και μια διαστρέβλωση στον τρόπο με τον οποίο βιώνει κανείς το βάρος του ή το σχήμα του σώματος του καθώς και αδικαιολόγητη επιρροή του σωματικού βάρους ή σχήματος στην εκτίμηση του εαυτού. Στις γυναίκες παρουσιάζεται επίσης αμηνόρροια. Η απώλεια βάρους επιτυγχάνεται είτε με δίαιτα, νηστεία ή υπερβολική άσκηση (περιοριστικός τύπος), είτε με προκλητό εμετό, διουρητικά, καθαρκτικά ύστερα από υπερβολική κατανάλωση τροφής (τύπος υπερφαγίας/κάθαρσης).
Καθώς αυξάνεται η απώλεια βάρους μπορεί να εμφανιστούν υποθερμία, οίδημα των αστραγάλων, υπόταση, βραδυκαρδία, ηλεκτρολυτικές διαταραχές, lanugo, κώμα και θάνατος. Η θνησιμότητα των ατόμων με νευρική ανορεξία ξεπερνάει το 10% για αυτό θεωρείται μια επικίνδυνη διαταραχή που η αντιμετώπιση της επιβάλλει διεπιστημονική και ολοκληρωμένη φροντίδα. Η ελάττωση του βάρους είναι πιθανό να συνοδεύεται από καταθλιπτική διάθεση, αϋπνία, κοινωνική απόσυρση και ευερεθιστότητα.
Η ψυχογενής ανορεξία είναι μια σοβαρή, δύσκολη και πολύπλοκη διαταραχή στην οποία εμπλέκονται ένα πλήθος αλληλένδετων παραγόντων. Εμπλέκεται μια ατομική ψυχοβιολογική παράμετρος που φανερώνεται από την έναρξη της διαταραχής σε μια φάση του κύκλου ζωής που συμβαίνουν σημαντικές και ενδεχομένως στρεσογόνες ψυχικές και σωματικές αλλαγές όπως η εφηβεία και υπερισχύει σε ποσοστό 90% στις γυναίκες. Επιπλέον, εμπλέκονται κοινωνικοπολιτισμικοί παράγοντες όπως φαίνεται από το γεγονός οτι η εμφάνιση ψυχογενούς ανορεξίας υπερισχύει ξεκάθαρα σε κοινωνίες με οικονομική ευμάρεια στις οποίες έχει δοθεί έμφαση στα νιάτα, την ομορφιά και την υπερβολική ενασχόληση των ατόμων με την εικόνα και το σχήμα του σώματος. Τέλος εμπλέκεται και η παράμετρος της οικογένειας καθώς έχει διαπιστωθεί οτι οι οικογένειες στις οποίες ανήκουν τα άτομα με ανορεξία φαίνεται να παρουσιάζουν επαναλαμβανόμενα χαρακτηριστικά. Συνεπώς δε μπορεί να χαρακτηριστεί απλοικά ως η ασθένεια του lifestyle, μόνο ως εγκεφαλική δυσλειτουργία ή ως αποτέλεσμα δυσλειτουργικών σχέσεων στην οικογένεια.
Στο πλαίσιο της συστημικής-οικογενειακής ψυχοθεραπευτικής προσέγγισης μπορούμε να προτείνουμε μια κυκλική συσχέτιση και αλληλεπίδραση μεταξύ των παραμέτρων, όπου η εμφάνιση της ψυχογενούς ανορεξίας είναι το αποτέλεσμα της εμπλοκής του συνόλου των παραμέτρων, μέσα από τις όποιες θα μπορέσουμε να νοηματοδοτήσουμε και να καταλάβουμε την έκφραση των συμπτωμάτων και να σχεδιάσουμε την θεραπευτική παρέμβαση.
Σε αυτό το σημείο, εστιάζοντας στους οικογενειακούς παράγοντες που ευνοούν την εκδήλωση ψυχογενούς ανορεξίας και αναφέροντας μερικά ομοιάζοντα χαρακτηριστικά στη δομή και τη φύση των οικογενειακών σχέσεων, εντοπίζονται συγκεχυμένα όρια μεταξύ των μελών και μια συνεχής εισβολή σοτυς φυσικούς και ψυχοσυναισθηματικούς χώρους. Αυτή η ανύπαρκτη οριοθέτηση δυσχεραίνει την διαδικασία της διαφοροποίησης και της εξατομίκευσης και δίνει μια πρώτη αιτιολόγηση της ανάγκης για έλεγχο που χαρακτηρίζει τους ασθενείς με ψυχογενή ανορεξία. Ένα άλλο χαρακτηριστικό των οικογενειών είναι η δυσκολία και αδυναμία που επιφέρουν οι συγκρουσιακές εντάσεις εντος της οικογένειας οι οποίες δε λύνονται ικανοποιητικά ή αποφευγονται. Έτσι καταλαβαίνουμε την ύστατη διαμαρτυρία με την άρνηση πρόσληψης τροφής ως μια προσπάθεια διαφοροποίησης χωρίς να επέλθει ρήξη. Μια προσπάθεια προσαρμοσμένη στη γλώσσα της οικογένειας που απαγορεύονται οι συγκρούσεις στα σημαντικά θέματα.
Η οικογένεια δυσκολευόμενη να περάσει σε επόμενο αναπτυξιακό στάδιο, να αποδεχτεί το μεγάλωμα, την αλλαγή και να ευνοήσει την εξατομίκευση, μεταφέρει στην έφηβη το δίλλημα ανάμεσα ανάμεσα στις ανταμοιβές της παιδικότητας (πιο ασφαλής και προστατευμένος τόπος) και στις δικές της ανάγκες διαφοροποίησης και ανάπτυξης. Η λύση με το σύμπτωμα ανορεκτικού φαντάζει σαν μία προσπάθεια να ξεφύγει από το δίλημμα που, οτι και να αποφασίσει το άτομο, θα του δημιουργήθει ή η αίσθηση οτι είναι υποχείριο (θύμα) των διαφόρων σχέσεων και ρόλων μέσα στην οικογένεια και χάνει τον εαυτό του ή τη δυσκολία και τις ενοχές που προκύπτουν από την «προδοσία» της διαφοροποίησης, της εξατομίκευσης του μεγαλώματος, της άνθισης της σεξουαλικότητας.
Σε αυτή την προσπάθεια να γίνουν επιδιορθώσεις, να κουκουλωθούν σημαντικά θέματα, να καλυφθούν κενά χωρίς να υπάρξει σύγκρουση, καταλαβαίνουμε την προσπάθεια του ατόμου με ανορεξία να γεμίσει ένα κενό αδειάζοντας το ίδιο, εγλωβιζόμενο σε έναν άκαμπτο ρόλο που το απομακρύνει από τον εαυτό του. Προσπαθεί να συμβιβάσει τα ασυμβίβαστα, να αλλάξει χωρίς να αλλάξει. Συναισθήματα ανασφάλειας σε σχέση με τις επιλογές και την ταυτότητα μεταμφιέζονται πίσω από μια εικόνα επάρκειας όπου η διαστρέβλωση της εικόνας του σώματος είναι μόνο μια πτυχή. Ό μύθος της ενότητας της οικογένειας που πρέπει να προστατευτεί πάση θυσία φαίνεται οτι δικαιολογεί την αποτυχία της διαδικασίας αποχωρισμού-εξατομίκευσης.
Η άρνηση της τροφής επιτρέπει να εκφράστει η αντίθεση της εφήβου και ταυτόχρονα να μην εγκαταληφθεί ο παιδικός κόσμος και οι ανάγκες εξάρτησης. Είναι μια προσπάθεια να σταματήσει ο χρόνος, να ανασταλλεί το παρελθόν και το μέλλον, να ξεφύγει από διλημματικό τρόπο που τέθηκαν τα ερωτήματα όπου ότι και να απαντήσει είναι καταδικασμένη.
Μέσω της συστημικής προσέγγισης επιχειρείται η κατανόηση των συμπτωμάτων της ανορεξίας μέσα στο πολιτισμικό και οικογενειακό τους πλαίσιο, η αμφιθυμική τους φύση, η εκ νέου νοηματοδότηση τους από την ασθενή, η συνειδητοποίηση καθηλωτικών και άκαμπτων σχεσιακών σχημάτων και η προώθηση μετασχηματισμών στην οικογενειακή δομή ώστε μέσα από νέους όρους λειτουργικότητας να ευνοηθεί η διαφοροποίηση, το μεγάλωμα, η εξατομίκευση και η πορεία προς μια ικανοποιητική, δημιουργική και πιο ελεύθερη ζωή.