Ρόλοι που μας δίνονται κατά την παιδική ηλικία και πόσο ανατρέπονται στην ενηλικίωση

Από τότε που γεννιόμαστε, χωρίς να το καταλαβαίνουμε, παίρνουμε μια «θέση» μέσα στην οικογένεια.
Κάθε οικογένεια λειτουργεί σαν ένα σύστημα — ένα πλέγμα σχέσεων, όπου τα μέλη επηρεάζουν συνεχώς το ένα το άλλο (Minuchin, 1974). Για να κρατηθεί η ισορροπία, συχνά κάποια παιδιά «αναλαμβάνουν ρόλους»: άλλος γίνεται το καλό παιδί, άλλος το παιδί-θαύμα, κι άλλος το μαύρο πρόβατο.
Κανείς δεν τους το ζητά ρητά. Όμως, μέσα από τα βλέμματα, τις προσδοκίες, τις συγκρίσεις ή τις απογοητεύσεις των ενηλίκων, τα παιδιά «πιάνουν το μήνυμα» και προσαρμόζονται. Έτσι αρχίζει η σιωπηλή συμφωνία ότι «αν είμαι όπως με θέλουν, θα με αγαπούν.».
Το «καλό παιδί»
Το καλό παιδί μαθαίνει να φροντίζει, να βοηθά, να μην στενοχωρεί κανέναν. Είναι το παιδί που «δεν θα δώσει δικαιώματα». Οι γονείς συχνά νιώθουν περήφανοι – και όχι άδικα. Όμως πίσω από αυτή την υπευθυνότητα μπορεί να κρύβεται ένας μικρός άνθρωπος που φοβάται να απογοητεύσει.
Στην ενήλικη ζωή, αυτά τα παιδιά δυσκολεύονται να πουν «όχι», να βάλουν όρια, ή νιώθουν υπεύθυνα για τη διάθεση των άλλων. Η Virginia Satir (1988) περιέγραφε συχνά αυτόν τον ρόλο: το παιδί που γίνεται «ο ειρηνοποιός» της οικογένειας. Αντιμετωπίζει τη σύγκρουση με προσαρμογή, όχι με έκφραση. Και αργότερα χρειάζεται να μάθει πως μπορεί να είναι αγαπητός και όταν διεκδικεί τον εαυτό του.
Το «παιδί-θαύμα»
Είναι εκείνο που τα καταφέρνει σε όλα — το «πρόσωπο» της οικογένειας. Συχνά κουβαλάει τις προσδοκίες των γονιών: να πραγματώσει τα όνειρά τους ή να αποδείξει ότι η οικογένεια «πέτυχε». Το παιδί-θαύμα συνδέει την αξία του με την επιτυχία. Μαθαίνει ότι η αγάπη έρχεται όταν διαπρέπει. Στην ενηλικίωση, μπορεί να ζει με άγχος επίδοσης, να νιώθει ότι δεν είναι ποτέ αρκετά καλό ή να εξαντλείται προσπαθώντας να διατηρεί τον ρόλο του αλάνθαστου.
Ο Murray Bowen (1978) θα έλεγε πως πρόκειται για έναν άνθρωπο που δεν έχει διαφοροποιηθεί αρκετά από το οικογενειακό σύστημα· εξακολουθεί να καθορίζεται από τις προσδοκίες του.
Το «μαύρο πρόβατο»
Κάθε οικογένεια χρειάζεται –συνήθως ασυνείδητα– κάποιον που να «παίρνει πάνω του» τη δυσκολία. Το μαύρο πρόβατο είναι εκείνο το παιδί που διαφέρει: αντιδρά, απομονώνεται, προκαλεί ή αρνείται να συμμορφωθεί. Στη συστημική ματιά, όμως, αυτό το παιδί εκφράζει ό,τι οι άλλοι δεν μπορούν να πουν. Είναι ο καθρέφτης που φανερώνει την ένταση ή την ασυνέπεια της οικογένειας.
Στην ενήλικη ζωή, αυτά τα παιδιά κουβαλούν συχνά πληγή από την απόρριψη — αλλά και μια σπάνια δύναμη να επαναπροσδιορίζουν τη ζωή τους. Πολλές φορές είναι εκείνοι που κάνουν το βαθύτερο εσωτερικό ταξίδι.
Οι ρόλοι ως τρόποι επιβίωσης
Σύμφωνα με τη συστημική θεωρία, κάθε ρόλος είναι ένας μηχανισμός προσαρμογής. Το παιδί τον αναπτύσσει για να προστατευτεί ή για να διατηρήσει την ισορροπία της οικογένειας.
Σύμφωνα με την McGoldrick (2008), τα παιδιά δεν επιλέγουν συνειδητά· η θέση τους μέσα στο οικογενειακό σύστημα τα επιλέγει. Οι ρόλοι αυτοί μας εξυπηρετούν για ένα διάστημα, αλλά στην πορεία της ζωής αρχίζουν να μας περιορίζουν. Το παιδί που άλλοτε έπρεπε να είναι τέλειο και αψεγάδιαστο, δεν αντέχει και συρρικνώνεται μπροστά στον φόβο της αποτυχίας. Το παιδί που άλλοτε έπρεπε να είναι καλό, στο τώρα δυσκολεύεται να πει τι θέλει. Και το παιδί που κατέγραφε τον εαυτό του ως “λάθος” και “ελαττωματικό”, συχνά παλεύει να πιστέψει ότι αξίζει φροντίδα και προσοχή.
Η ενηλικίωση ως νέα ευκαιρία
Η αληθινή ενηλικίωση δεν σημαίνει να απορρίψουμε τους γονείς ή την οικογένειά μας.
Σημαίνει να αναγνωρίσουμε τον ρόλο που πήραμε και να καταλάβουμε ότι δεν χρειάζεται πια να τον υπηρετούμε. Το καλό παιδί μπορεί να μάθει να λέει «όχι» χωρίς ενοχή. Το παιδί-θαύμα να αποδέχεται ότι η αξία του δεν εξαρτάται από την επιτυχία. Αντίστοιχα το μαύρο πρόβατο να δει ότι η διαφορετικότητά του δεν είναι στίγμα — είναι δύναμη. Όπως λέει η Satir, η ωριμότητα έρχεται όταν το άτομο αποδέχεται τη μοναδικότητά του και σταματά να ζει για να ευχαριστεί τους άλλους.
Κανένας γονιός δεν θέλει να πληγώσει το παιδί του. Όλοι οι γονείς αγαπούν, αλλά εκφράζουν την αγάπη όπως έμαθαν. Κάποιες φορές, μέσα από τις καλές μας προθέσεις —την προσπάθεια να μεγαλώσουμε «καλά» παιδιά, υπεύθυνα, ευγενικά ή επιτυχημένα— χωρίς να το καταλαβαίνουμε, περιορίζουμε τη φυσική αυθεντικότητα του παιδιού. Το παιδί τότε μαθαίνει να διαβάζει τις προσδοκίες μας και να «ρυθμίζει» τον εαυτό του για να μη μας απογοητεύσει. Δεν το κάνει από φόβο· το κάνει από αγάπη. Το σημαντικό δεν είναι να μην του δοθεί ποτέ ρόλος – αυτό είναι σχεδόν αναπόφευκτo. Το ουσιαστικό είναι να παραμένουμε διαθέσιμοι να το βλέπουμε ξανά, όπως είναι σήμερα, όχι όπως το έχουμε συνηθίσει να είναι. Να το ρωτάμε, να το ακούμε, να του αφήνουμε χώρο να πει «όχι», να θυμώνει, να δοκιμάζει, να αλλάζει. Όταν ο γονιός τολμά να δει το παιδί του πέρα από τον ρόλο του προσφέρει κάτι βαθιά λυτρωτικό:
Το δικαίωμα να είναι ο εαυτός του και να νιώθει ότι αγαπιέται γι’ αυτό ακριβώς.
Μαριστέλλα Παπαγεωργίου
Ψυχολόγος-Ψυχοθεραπεύτρια,
Ειδικός θεραπευτικού Παιχνιδιού